ἴπῳ

ἴπῳ
ἴ̱πῳ , ἶπος
the piece of wood that falls and catches
masc/fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιπώ — ἰπῶ, όω (Α) [ίπος] 1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω 2. παθ. ἰποῡμαι, όομαι πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες τής Αίτνας, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἰπῶ — ἴπτομαι press hard aor subj mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπω — ἴ̱πω , ἶπος the piece of wood that falls and catches masc/fem nom/voc/acc dual ἴ̱πω , ἶπος the piece of wood that falls and catches masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Форма (грамматическая) — ФОРМА (ГРАММАТИЧЕСКАЯ). Звуковое выражение отношения между понятиями, выраженными словами. Формы могут иметь как отдельные слова, обозначающие те понятия, отношение между которыми выражено формой, так и целые словосочетания (см.), заключающие… …   Литературная энциклопедия

  • Форма (грамматическая) —     ФОРМА (ГРАММАТИЧЕСКАЯ). Звуковое выражение отношения между понятиями, выраженными словами. Формы могут иметь как отдельные слова, обозначающие те понятия, отношение между которыми выражено формой, так и целые словосочетания (см.), заключающие …   Словарь литературных терминов

  • ίπος — ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ) το κομμάτι τού ξύλου τής ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό αρχ. 1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει 2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική 3. το πιεστήριο τού… …   Dictionary of Greek

  • ίπωσις — ἴπωσις, ἡ (Α) [ιπώ] (για επαναφορά εξαρθρωμένων μελών) ισχυρή πίεση …   Dictionary of Greek

  • εξιπώ — ἐξιπῶ, όω (Α) 1. πιέζω βαριά («ώς ἐμοῡ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», Αριστοφ.) 2. ξεραίνω τελείως 3. καθαρίζω (κυρίως το πεπτικό σύστημα). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιπώ «πιέζω» (< ίπος «βάρος που πιέζει»)] …   Dictionary of Greek

  • ιπωτήριον — ἰπωτήριον, τὸ (Α) [ιπώ] 1. πιεστήριο 2. ιατρ. είδος καθετήρα 3. είδος εμπλάστρου …   Dictionary of Greek

  • ιπωτρίς — ἰπωτρίς, ἡ (Α) [ιπώ] μέσο πίεσης στις εξαρθρωμένες κλειδώσεις τού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”